δυσεύρετα

δυσεύρετα
δυσεύρετος
hard to find out
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοθήρας — ο αυτός που ψάχνει να ανακαλύψει, δυσεύρετα κυρίως, βιβλία …   Dictionary of Greek

  • δυσεύρετος — η, ο (AM δυσεύρετος, ον) αυτός τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς, σπάνιος («δυσεύρετα τρόφιμα») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή διακρίνεται («δυσεύρετον γένος») 2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς δίοδο …   Dictionary of Greek

  • πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π …   Dictionary of Greek

  • υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντε Βέλντε — (Van de Velde). Επώνυμο οικογένειας ζωγράφων που μετανάστευσαν από την Αμβέρσα του Βελγίου στην Ολλανδία. 1. Αντριάν (Adriaen, 1636 1672). Γιος του Βίλεμ Β.ν.Β. του πρεσβύτερου και αδελφός του νεότερου. Ήταν ζωγράφος τοπογραφιών και επέδειξε… …   Dictionary of Greek

  • Γουέν Τ’ουνγκ — (Wen T’ung, Γιουνγ τάι, Φουκιέν 1018 – Χου Τσου 1079).Κινέζος ζωγράφος, καλλιγράφος και ποιητής. Στο βιβλίο του Τσου που (πραγματεία για το μπαμπού), ο Λι Καν γράφει: «Τελικά εμφανίστηκε ο Γ. σαν ένας λαμπερός ήλιος στον ουρανό και όλοι οι πυρσοί …   Dictionary of Greek

  • Λοβέρδου, βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη που εδρεύει στην Κηφισιά Αττικής. Δημιούργημα του Σπυρίδωνα Λοβέρδου (βλ. λ.), η β.Λ. περιλαμβάνει περισσότερα από τριάντα χιλιάδες έντυπα, που αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά στη μετά την Άλωση ελληνική ιστορία και φιλολογία. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • Υπομενάς, Γεώργιος — Ιατροφιλόσοφος από την Τραπεζούντα (17ος 18ος αι.). Για πολλά χρόνια έζησε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Είχε κερδίσει την εύνοια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Βασσαράβα, από τον οποίο στάλθηκε στην Πάντοβα, όπου σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • Φίλος του Νόμου — Εφημερίδα της Ύδρας. Το πρώτο φύλλο είναι της 10ης Μαρτίου 1824 και το τελευταίο της 29ης Μαΐου 1827. Στις 28 Απριλίου 1824 μετονομάστηκε Εφημερίς της Διοικήσεως και της νήσου Ύδρας. Τα φύλλα της εφημερίδας αυτής είναι δυσεύρετα σήμερα …   Dictionary of Greek

  • βαρελίσιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι βαλμένος σε βαρέλι ή βγαλμένος από βαρέλι: Τα βαρελίσια κρασιά είναι πια δυσεύρετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”